- εικοσάμηνος
- -η, -ο1. που έχει ηλικία ή διάρκεια είκοσι μηνών.2. το ουδ. ως ουσ., εικοσάμηνο χρονικό διάστημα είκοσι μηνών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικοσάμηνος — η, ο (AM εἰκοσάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών 2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες 3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο διάστημα είκοσι μηνών … Dictionary of Greek
εἰκοσάμηνον — εἰκοσάμηνος twenty months old masc/fem acc sg εἰκοσάμηνος twenty months old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
εικοσα- — και εικοσι , α συνθετ. λέξεων, που δείχνει ότι η έννοια του β συνθετ. υπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές: Εικοσάμηνος, εικοσάδραχμο, εικοσιένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)